- πέλεθος
- ὁ, Αβλ. σπέλεθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέλεθος — ordure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελέθου — πέλεθος ordure masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελέθων — πέλεθος ordure masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλεθον — πέλεθος ordure masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογκοπελεθίαν — ὀγκοπελεθίαν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πέλεθον οὖσαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + πέλεθος «κόπρος»] … Dictionary of Greek
πελεθοβάψ — ὁ, ἡ, Α βουτηγμένος σε ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεθος «κόπρος» + βάψ (< βάπτω), πρβλ. πλινθο βάψ)] … Dictionary of Greek
πελλία — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπέλεθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το σπέλεθος (πρβλ. πέλεθος)] … Dictionary of Greek
πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
σπέλεθος — ή πέλεθος, ὁ, Α τα κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα θος (πρβλ. όν θος, σπύρα θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι* και πελλία*. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ… … Dictionary of Greek
φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… … Dictionary of Greek